- φιλοδασικός
- η , ό[ν] любящий лес
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλοδασικός — φιλοδασικός, ή, ό και φιλόδασος, η, ο αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τα δάση, που αποβλέπει στην προστασία των δασών: Η φιλοδασική πολιτική του υπουργείου Γεωργίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοδασικός — ή, ό, Ν αυτός που αγαπά και προστατεύει τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δασικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek